- ἀμφίτερμος
- ἀμφίτερμος, ον,A bounded on all sides, hedged about, Hsch. Adv.
-μως S.Fr.123
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-μως S.Fr.123
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀμφιτέρμως — ἀμφίτερμος bounded on all sides adverbial ἀμφίτερμος bounded on all sides masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίτερμον — ἀμφίτερμος bounded on all sides masc/fem acc sg ἀμφίτερμος bounded on all sides neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek